- ιαθμός
- ἰαθμός, ὁ (Α)βλ. ιαυθμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
ιαυθμός — ἰαυθμός και ἰαθμός, ὁ (Α) 1. φωλιά, σπηλιά 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαύω «διανυκτερεύω» + θμος] … Dictionary of Greek